- ακατάγγελτος
- suçlanmamış, suçlanmayan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακατάγγελτος — η, ο (Α ἀκατάγγελτος, ον) [καταγγέλλω] νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση 2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της αρχ. αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος… … Dictionary of Greek
ακατάγγελτος — η, ο εκείνος που δεν καταγγέλθηκε: Η κλοπή έμεινε ακατάγγελτη στις αρχές. – Η εμπορική σύμβαση ανάμεσα στις δυο χώρες είναι ακόμη ακατάγγελτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατάγγελτον — ἀκατάγγελτος unproclaimed masc/fem acc sg ἀκατάγγελτος unproclaimed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταγγέλτῳ — ἀκατάγγελτος unproclaimed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)